Γιαννης Χατζηχρηστος
Γιαννης Χατζηχρηστος
Χάρης Κουγιουμτζόπουλος
Ζούμε σε μια εποχή ακραίας δοκιμασίας των δημοκρατικών αξιών με την κυβέρνηση να έχει αδρανοποιήσει στην κυριολεξία τα Δημοτικά Συμβούλια και τον Κοινωνικό Ελεγχο μεταφέροντας όλες τις αρμοδιότητες στους Δημάρχους προς χάριν της λεγόμενης… “κυβερνησιμότητας”.
Ηδη με δύο αποφάσεις του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει χαρακτηρίσει αντισυνταγματικές και τις διατάξεις μεταφοράς αρμοδιοτήτων στις διορισμένες από το Δήμαρχο Επιτροπές και την ανάδειξη των αντιδημάρχων των νησιωτικών ενοτήτων.
Και ενώ επισήμως πια η Ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση λειτουργεί με αντισυνταγματικές διατάξεις αφού η κυβέρνηση δεν συμμορφώνεται στις αποφάσεις του ΣτΕ, προχωράει σε νέα ρύθμιση αφαιρώντας το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να θέτει εκτός ημερήσιας διάταξης θέματα στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Στην κυριολεξία έχει καταργηθεί κάθε διαβουλευτική διαδικασία και η λειτουργία των δήμων πια διέπεται από μια λευκή επιταγή που δίνει η τοπική κοινωνία στον Δήμαρχο για τέσσερα χρόνια (με το νέο νόμο για πέντε).
Παράλληλα έχει καταργηθεί στην ουσία και κάθε Κοινωνικός Έλεγχος αφού μέσα από μια σειρά νομοθετημάτων, μόνο στα δικαστήρια πια, ο πολίτης μπορεί να ακυρώσει αποφάσεις του Δημάρχου. Η ποινές για μη ανταπόκριση σε ερωτήσεις πολιτών καταργήθηκαν, οι ελεγκτές δημόσιας διοίκησης εξετάζουν μόνο καταγγελίες διαφθοράς και όχι κακοδιοίκησης και οι αρμόδιες Αποκεντρωμένες Διοικήσεις επικαλούμενες υποστελέχωση, νομιμοποιούν σιωπηρώς (εντος διμήνου σύμφωνα με τον νόμο) όλες τις αποφάσεις… χωρίς να τις εξετάζουν.
Το τεράστιο δώρο αρμοδιοτήτων όμως, που τους έκανε η κυβέρνηση στους δημάρχους έχει και το ανάλογο τίμημα. Ονομάζεται «οριζόντιες δράσεις». Οι δήμαρχοι έχουν την απόλυτη εξουσία, δεν έχουν όμως σχεδόν καμία δυνατότητα να διαχειρίζονται τους προϋπολογισμούς τους. Από 9 δισεκατομμύρια που διαχειρίζονταν οι δήμοι το 2010, σήμερα δεν διαχειρίζονται πια πάνω από 1 δις και αυτό «ζευγοποιημένο», ήδη εξαντλημένο από ανελαστικές δαπάνες όταν φτάνει στα ταμεία τους.
Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα όπου οι δήμοι έλαβαν 50 εκατομμύρια ευρώ για την εγκατάσταση κοινόχρηστων ποδηλάτων είτε τα ήθελαν, είτε όχι. Ακόμη και οι δήμοι που δεν έχουν καμία δυνατότητα να τα λειτουργήσουν. Ένα σύστημα που δεν θα λειτουργήσει πάνω από ένα χρόνο αφου δεν έχουν λύσει ζητήματα βανδαλισμών, βλαβών και κλοπών.
Το ίδιο συνέβη και με τις παιδικές χαρές, και με τα προαύλια των σχολείων και τώρα με ένα πρόγραμμα μαμούθ 700 εκατομμυρίων ευρώ για την ψηφιακή αναβάθμιση, όπου οι δήμοι επιλέγουν μεταξύ 31 συγκεκριμένων υπηρεσιών που υποχρεωτικά θα παρέχουν στους πολίτες. Ανεξάρτητα αν έχουν άλλες προτεραιότητες όπως π.χ. να λειτουργήσουν Παιδικούς Σταθμούς ή Δημοτική Αστυνομία. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται και με το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης» και με τα προγράμματα του Πράσινου Ταμείου. Η όροι είναι take it or leave it.
Ουσιαστικά βλέπουμε μια Τοπική Αυτοδιοίκηση να μετατρέπεται σε εταιροδιοίκηση και σε κρατικό ακροφύσιο. Ο μόνος λόγος που ο Δήμαρχος τελικά αποκτά υπερεξουσίες είναι για να εκτελεί τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης, χωρίς δυνατότητα κοινωνικής διαβούλευσης και χωρίς διαπραγμάτευση αφού και τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά και τα έργα ήδη δοσμένα σε μεγάλες εταιρείες πριν το μάθουν ο Δήμαρχοι.
Η Δημοκρατία όμως δεν είναι μόνο θέμα δικαίου, αλλά και ένα αποτελεσματικό σύστημα διοίκησης. Η λεγόμενη Σοφία του Κοινού. Το κοινό (δηλαδή χιλιάδες μυαλά) έχει καλύτερη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και τις ανάγκες ως μέσος όρος και σύνθεση.
Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι να σπαταληθούν εκατοντάδες εκατομμύρια σε δεύτερης προτεραιότητας ή άχρηστα έργα, τη στιγμή που πολλοί δήμοι δεν μπορούν να λύσουν βασικά προβλήματα όπως ύδρευσης, αποχέτευσης, οδοποιίας, κοινωνικής πρόνοιας κ.α. Ετσι παρουσιάζονται δήμοι να αποκτούν γήπεδα, πολιτιστικά κέντρα και ψηφιακές υπηρεσίες, ενώ δεν έχουν δίκτυο ομβρίων και αγροτικούς δρόμους.
Το άρθρο 102 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Δήμοι έχουν την αρμοδιότητα των τοπικών υποθέσεων έχει καταργηθεί πλήρως. Οι δήμοι δηλαδή προσωπικά οι δήμαρχοι, απλά διαχειρίζονται τα χρήματα για δαπάνες που τους υποδεικνύει η Κεντρική Διοίκηση. Ο δήμαρχος δεν διαθέτει διαβουλευτικά όργανα και ουσιαστικά έχει μετατραπεί σε έναν ανώτατο δημόσιο υπάλληλο που εκτελεί εντολές και επιβλέπει την καλή λειτουργία του δήμου του.
Παράλληλα βέβαια λόγω του ότι στην πραγματικότητα ο Δήμαρχος κάνει για τέσσερα χρόνια ότι θέλει, αναπτύσσεται και μια απίστευτη γραφειοκρατεία για να τον ελέγχουν σε θέματα νομιμότητας. Στους ήδη 13 ελέγχους που περνάει κάθε απόφαση του, σήμερα προσθέτουν και δυο – τρεις ακόμη με την Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα και τον Σύμβουλο Ποιότητας. Ένα έργο για να γίνει από την στιγμή που θα αποφασιστεί χρειάζεται κατ΄ελάχιστον πέντε με έξι χρόνια και όταν αποπερατωθεί κατά 99% οι ανάγκες και όροι λειτουργίας του έχουν αλλάξει. Εξού και εκατοντάδες μελέτες παραμένουν στα συρτάρια για δεκαετίες, αφού όταν φτάσουμε στην διαδικασία της ανάθεσης θεωρούνται πια παρωχημένες.
Βαριά βέβαια και η ευθύνη των δημάρχων αφού βολεύονται κοντόφθαλμα από αυτήν τη κατάσταση. Κανένας δεν τους απαγορεύει να μεταφέρουν την συζήτηση στα Δημοτικά Συμβούλια και στην Κοινωνία εκθέτοντας την κυβέρνηση. Προτιμούν όμως σαφώς να αποφασίζουν μόνοι τους.
Ετσι ανακόπτεται κάθε αναπτυξιακή πορεία της χώρας και ειδικά της ελληνικής υπαίθρου που έχει άλλες ανάγκες με απολύτως τοπικά χαρακτηριστικά. Η πλήρης αδυναμία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να απορροφήσει τα Ευρωπαϊκά κονδύλια το αποδεικνύει περίτρανα. Από τα 6 δις που προορίζονται για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στο ΕΣΠΑ 2014 – 2020 μόνο τα 2,5 έχουν γίνει έργα κι ας βρισκόμαστε στο 2022. Οι δήμαρχοι ούτε μπορούν να ξέρουν πια έργα θα εγκριθούν, ούτε βέβαια πληρώνουν για μελέτες που δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθούν. Τα Πενταετή Επιχειρησιακά Προγράμματα των δήμων δεν υλοποιούνται και δεν χρηματοδοτούνται ποτέ. Άλλα πράγματα τους υπαγορεύει η κεντρική κυβέρνηση ανάλογα με τις δικές της ανάγκες.
Σύμφωνα με πρόσφατη πανελλαδική έρευνα το 60% των δημοτών δεν είναι ικανοποιημένο από τις δημοτικές τους αρχές. Αφού άλλα περιμένουν από αυτές και άλλα βλέπουν να γίνονται που δεν έχουν και καμία σχέση με τα προεκλογικά τους προγράμματα. Ο κόσμος δεν γνωρίζει ότι άλλος αποφασίζει. Ενώ χρειάζεται σχολεία, πεζοδρόμια και εργαζόμενους στην καθαριότητα, βλέπει να ξηλώνουν και να ξαναφτιάχνουν πλατείες με τόνους τσιμέντο που το καλοκαίρι τις καθιστά μη βιώσιμες. Ο Δήμαρχος δεν έχει λεφτά να βάψει τα παγκάκια και να φυτέψει τα παρτέρια. Του δίνουν όμως λεφτά να ξηλώσει όλη την πλατεία και να την ξαναφτιάξει από την αρχή.
Ετσι βέβαια σε μια εποχή Κλιματικής Κρίσης, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός δήμου μέσω φαραωνικών έργων ανεβαίνει κατακόρυφα.
Η συρρίκνωση της Δημοκρατίας στην Ελληνική Αυτοδιοίκηση, αποτελεί τρανή απόδειξη της αναγκαιότητας για διεύρυνση της δημοκρατίας, του ευρύ διαλόγου και των συνεργασιών μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και τάσεων. Αν λάβουμε υπόψη δε και την τεράστια ανάπτυξη που παρουσίασε η Τοπική Αυτοδιοίκησης στις δεκαετίες ’80 και ’90 όπου είχαμε και την μέγιστη δημοκρατική λειτουργία, ενισχύουμε την απόδειξη. Όπως ενισχύουμε την άποψη αυτή και αν δούμε τα διευρυμένα ευρωπαϊκά μοντέλα όπου η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαχειρίζεται με απόλυτο τρόπο τις τοπικές υποθέσεις, με ευρείες δημοκρατικές διαδικασίες και τις περισσότερες φορές με απλή αναλογική εκπροσώπηση.
Δέσποινα Σπανούδη
Σε αυτές τις αυτοδιοικητικές εκλογές, η κρίση της Αριστεράς είναι οδυνηρά ορατή. Σε όλη τη χώρα, αριστεροί ενταγμένοι και ανένταχτοι, στελεχώνουν ψηφοδέλτια που ποτέ στο παρελθόν δεν θα είχαν φανταστεί. Ψηφοδέλτια που πολιτικά βρίσκονται σε όλο το φάσμα και αυτοδιοικητικά περίπου στο μηδέν, αφού δεν πρόκειται για παρατάξεις με δική τους οντότητα και ζωή αλλά για λίστες υποψηφίων που εξυπηρετούν προσωπικές ή κομματικές στοχεύσεις. Λίγα σχήματα, που τα περισσότερα ήδη υπήρχαν, έχουν αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά, αυτόνομη λειτουργία, συνδέονται ουσιαστικά με τοπικά κινήματα και τοπικά θέματα.
Είναι η κατάληξη μιας πορείας που έχει προϊστορία. Από την εποχή της κυβέρνησης του βουνού όταν η αυτοδιοίκηση απέκτησε πραγματικό περιεχόμενο, αλλά ακόμη και από την εποχή των κομμουνιστών δημάρχων στις λαϊκές και προσφυγικές γειτονιές της Αθήνας, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι που χώρισε την Αριστερά από την αυτοδιοίκηση τυπικά και ουσιαστικά.
Τα τελευταία χρόνια, η Αριστερά ακολούθησε την πεπατημένη του παραδοσιακού μοντέλου των αστικών κομμάτων στην αυτοδιοίκηση. Είτε εκκινώντας από τις τοπικές οργανώσεις, είτε από τα κεντρικά όργανα, είτε από φιλόδοξους τοπικούς παράγοντες, οι παρατάξεις και οι επικεφαλής τους ήταν προϊόντα κομματικών αποφάσεων, ομολογημένων ή μη. Με το παιχνίδι και τον επικεφαλής υποψήφιο καθορισμένο από την αρχή, αυτοί που συμπληρώνουν τα ψηφοδέλτια είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένο ότι δεν μετέχουν σε μια δημοκρατική - αυτοδιοικητική διαδικασία.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το παραδοσιακό μοντέλο του κομματισμού της αυτοδιοίκησης, τηρήθηκε με μεγαλύτερο ζήλο από τα κόμματα της Αριστεράς. Τα αντάρτικα ψηφοδέλτια ήταν και εξακολουθούν να είναι φαινόμενα κυρίως του χώρου της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Αν ωστόσο τα παραδοσιακά αστικά κόμματα έχουν στενούς δεσμούς με την τοπική κοινωνία μέσα από ένα δίκτυο πελατειακών σχέσεων και εκπροσωπήσεων και αν το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι κατεβαίνει με κομματικά σχήματα στην αυτοδιοίκηση, τα αυτοδιοικητικά σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ που δεν πληρούσαν επαρκώς καμία από τις δύο προϋποθέσεις, κατέρρευσαν με θόρυβο.
Το καίριο ερώτημα είναι: ποιες είναι οι αιτίες που η Αριστερά μέσα και έξω από το κοινοβούλιο ασχολείται ελάχιστα με την αυτοδιοίκηση, χωρίς επεξεργασίες, χωρίς σοβαρές διεκδικήσεις, χωρίς να προωθεί ένα διαφορετικό μοντέλο αυτοδιοίκησης;
Αριστεροί δήμαρχοι ή απλώς καλύτεροι διαχειριστές;
Είναι γεγονός ότι η αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα είναι σε γενικές γραμμές ανίσχυρη και ποδηγετημένη από την κεντρική εξουσία. Έχει ελάχιστα χρήματα που μπορεί να διαχειριστεί με δικό της σχεδιασμό και προτεραιότητες, δεν επιβάλει φόρους, τα δημοτικά τέλη αφορούν αποκλειστικά ανταποδοτικές υπηρεσίες ηλεκτροφωτισμού και καθαριότητας. Έχει επίσης ελάχιστη δυνατότητα να αποφασίζει σε σχέση με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων που ορίζει το Σύνταγμα. Δεν αποφασίζει καν για τα μεγάλα έργα, τις βιομηχανίες, τις ανεμογεννήτριες, τις τουριστικές μονάδες, τις ιχθυοκαλλιέργειες, τα γήπεδα, τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων κλπ που γίνονται στην περιοχή της, και δεν διαθέτει σοβαρούς μηχανισμούς ελέγχου. Όλες οι αποφάσεις περνούν από μια τόσο μακρόσυρτη και άκαμπτη γραφειοκρατική διαδικασία, που στην πραγματικότητα κάθε αιρετή αρχή ολοκληρώνει αυτά που κληρονόμησε από την προηγούμενη… εκτός αν είσαι ο Πατούλης ή ο Μπακογιάννης, οπότε όλα λύνονται αυτομάτως.
Με αυτά τα δεδομένα, η αυτοδιοίκηση είναι εν πολλοίς ένας θεσμός διεκπεραίωσης και διαχείρισης. Δεν είναι ένα καθαρό πεδίο ταξικής πάλης, δεν προσφέρεται για άσκηση ουσιαστικών πολιτικών αναδιανομής εισοδήματος, περιβαλλοντικής προστασίας, κοινωνικών παρεμβάσεων. Στο ερώτημα τι κάνει μια αριστερή δημοτική αρχή κανείς δεν έχει μια ακριβή ιδέα. Ωστόσο, ξέρουμε ότι υπήρξαν δημοτικές αρχές που μπήκαν μπροστά στον αγώνα ενάντια σε μεγάλα και οικονομικά συμφέροντα για να υπερασπίσουν τους δημόσιους χώρους και το περιβάλλον: στη Νέα Φιλαδέλφεια η δημοτική αρχή αντιστάθηκε στο σχέδιο Μελισσανίδη για το γήπεδο της ΑΕΚ (και υπέστη συνεχείς απειλές, τραμπουκισμούς και κατασυκοφάντηση), στο Κερατσίνι- Δραπετσώνα η δημοτική αρχή στάθηκε απέναντι στην OIL-ONE του Μελισσανίδη (από την οποία σύρθηκε σε δίκη ο δήμαρχος Χρήστος Βρετάκος), στο Ελληνικό απέναντι στη Lamda Development του Λάτση βρέθηκε η δημοτική αρχή που πρωτοστάτησε και στο γκρέμισμα των κάγκελων που έκλειναν την πρόσβαση στις παραλίες (για το οποίο ο δήμαρχος Χρήστος Κορτζίδης σύρθηκε σε δίκες από τους ιδιώτες που τις είχαν φράξει), και αρκετές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις όπου δημοτικές αρχές αναλαμβάνουν να οργανώσουν κινητοποιήσεις και αντιστάσεις και να σταθούν αντιμέτωπες με «υπέρτερες δυνάμεις», έμπρακτα και με προσωπικό ρίσκο και κόστος.
Υπήρξαν δημοτικές αρχές που αγωνίστηκαν ενάντια σε έργα διευθέτησης για διασώσουν ποτάμια και ρέματα, όπως έγινε στη Ν. Φιλαδέλφεια-Ν. Χαλκηδόνα με τον Ποδονίφτη και τον Κηφισό, στον Άγιο Δημήτριο με το ρέμα της Πικροδάφνης. Δημοτικές αρχές που προσπαθούν να εφαρμόσουν ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης των απορριμμάτων, ακόμη και αν κάποιες από αυτές δεν ανήκουν στην Αριστερά, όπως στη Βάρη- Βούλα -Βουλιαγμένη, στα Βριλήσσια, στο Χαλάνδρι, στο Βύρωνα. Υπήρξαν παλαιότερα δήμαρχοι, όπως ο Χρήστος Παλαιολόγος στη Λιβαδειά, ο οποίος προώθησε το ρόλο της αυτοδιοίκησης μέσα από τη δράση του στα συλλογικά της όργανα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και ταυτόχρονα περιφρούρησε το δημόσιο χώρο, το περιβάλλον και τις λειτουργίες της πόλης ακόμη και απέναντι σε βιομήχανους και μεγαλοεργολάβους που τον έσυραν σε μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες που συνεχίστηκαν μετά τη θητεία του.
Συμμετοχή και αυτοδιοίκηση απέναντι στον νέο ολοκληρωτισμό
Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν υπάρξει ακόμη μέχρι σήμερα δημοτικές αρχές που να κάνουν πράξη τη λαϊκή συμμετοχή, πατώντας πάνω στο ισχνό θεσμικό πλαίσιο και δίνοντάς του ουσιαστικό περιεχόμενο: λαϊκές συνελεύσεις που να υλοποιούνται οι αποφάσεις τους, τοπικά δημοψηφίσματα με δεσμευτικό χαρακτήρα, διαχείριση προϋπολογισμού από τις δημοτικές κοινότητες, ουσιαστική λειτουργία της επιτροπής διαβούλευσης, λειτουργία δημοτικής υπηρεσίας ενημέρωσης και υποστήριξης της λαϊκής συμμετοχής κλπ. Ίσως γιατί η άσκηση της δημοκρατίας είναι η πιο δύσκολη επιχείρηση και τα δεδομένα της καθημερινής διαχείρισης απαιτούν τόση κατανάλωση δυνάμεων που δεν περισσεύουν για τέτοιες απόπειρες. Ή ίσως γιατί η πεπατημένη είναι πάντα πιο απλή.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν η αυτοδιοίκηση ασθμαίνει στον στενό κορσέ της κεντρικής εξουσίας, η δυνατότητα να κινητοποιεί το ενδιαφέρον των πολιτών και να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους αναγνωρίζεται καθολικά. Γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι η κεντρική εξουσία έχει τοποθετηθεί έξω και πάνω από την κοινωνία, η αυτοδιοίκηση εξακολουθεί να διαμορφώνει έναν αυτόνομο χώρο πολιτικής δραστηριότητας. Η εδραίωση ανοιχτών δημοκρατικών θεσμών στο δήμο και στη γειτονιά, εκεί δηλαδή που ο καθένας βλέπει τα αποτελέσματα των προσπαθειών του και νοιάζεται αφού και ο ίδιος είναι αποδέκτης τους, ακυρώνει το ρόλο του παθητικού και αδιάφορου θεατή/καταναλωτή, του αγχωμένου εργαζόμενου ή του απελπισμένου και περιθωριακού ανέργου που μας επιφυλάσσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Από την άλλη πλευρά, είναι σημάδι πραγματικής και βαθιάς κρίσης η ένδεια της Αριστεράς στο θεωρητικό, το ιδεολογικό και το πολιτικό πεδίο της αυτοδιοίκησης, χωρίς την οποία κάθε υπόσχεση για λαϊκή εξουσία, δημοκρατία, οικολογικό μετασχηματισμό είναι γράμμα κενό. Αναγνωρίζουμε τη σημασία της αυτοδιοίκησης στη Ροτζάβα και στην Τσιάπας, αλλά τη θεωρούμε περιττή για τον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Πρόκειται για μια απόδειξη της παραδοχής ότι ο κόσμος καθορίζεται από συγκεντρωτικούς εθνικούς και κυρίως υπερεθνικούς μηχανισμούς και ότι αυτό δεν αλλάζει. Ότι είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μια νέα φεουδαρχία, όπου ο πληθυσμός συγκεντρώνεται σε μητροπολιτικά κέντρα - μεγάλες αγορές, όπου η ύπαιθρος και οι δημόσιες εκτάσεις περνούν σε λίγα χέρια για ανεμπόδιστη εκμετάλλευση, αυτοί που δουλεύουν είναι είτε εργάτες γης (συνήθως μετανάστες χωρίς δικαιώματα), είτε εργάτες σε βιομηχανίες, εξορύξεις, τουριστικά μεγαθήρια κλπ, είτε εργάτες και υπάλληλοι σε μεγάλες επιχειρήσεις με χρήση πληροφορικής και διαδικτύου. Ένας κόσμος με συνεχή ανασφάλεια, κατακερματισμένος, αποδιοργανωμένος, ένας κόσμος που οι εκρήξεις, οι εξεγέρσεις, ακόμη και οι μεγάλες κινητοποιήσεις δεν οδηγούν πουθενά… παρά μόνο στην υποχώρηση, την απογοήτευση ή ακόμη χειρότερα στον φόβο, τον ανορθολογισμό, την εναλλακτική πραγματικότητα, την Ακροδεξιά.
Αν όμως αυτό δεν αλλάζει και δεν μας ενδιαφέρει ούτε ως πρόπλασμα ή ως υπόδειγμα μιας άλλης κοινωνίας για να το αναδείξουμε και να το διεκδικήσουμε, τότε όλα όσα διεκδικούμε και παλεύουμε, έχουν μόνο μια αξία αντίστασης που συνεχώς οπισθοχωρεί. Τα σημερινά επίδικα είναι πάντα τα χθεσινά δεδομένα, αυτά που είχαν άλλοτε κερδηθεί.
Δεκαετίες πριν, ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, έγραφε ότι «η αυτοδιοίκηση με την έννοια του αποκεντρωμένου ελέγχου στα δημόσια αγαθά, στους φυσικούς πόρους, στις συνθήκες παραγωγής, μέσα από διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, περιγράφει ένα όραμα ανατροπής όσο και μια επιλογή ανάγκης και επιβίωσης. Περιγράφει ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης, όπου όλοι θα έχουν γνώση και γνώμη και θα συναποφασίζουν ώστε να γίνει πράξη η διαχείριση των «κοινών» από τους ελεύθερους πολίτες.»1 Και παρότι αναγνώριζε ότι η αυτοδιοίκηση στα αστικά κράτη δεν έχει αυτό το περιεχόμενο, θεωρούσε ότι αποτελεί προνομιακό χώρο δράσης όχι μόνο για τη συγκρότηση αντιστάσεων, αλλά και για την διεκδίκηση ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Όπως σημείωνε πριν από μερικά χρόνια η Ελένη Πορτάλιου2, η έννοια του πολίτη και της άμεσης συμμετοχής στους πολιτικούς θεσμούς της πόλης, με κορυφαία έκφρασή της την Αθηναϊκή Δημοκρατία, δεν έχει, παρά τις ιστορικές μεταλλαγές, εξαφανιστεί στα σύγχρονα συμφραζόμενα. Αναβιώνει εκεί όπου η πολιτική των αποκάτω ασκείται αυτοπρόσωπα και ενσώματα, πρωτίστως σε στιγμές που η λάμψη της αντίστασης και των κοινωνικών αγώνων διακόπτει το συνεχές είτε αυταρχικών καθεστώτων είτε σύγχρονων δημοκρατιών, στις οποίες, η έννοια του πολίτη έχει θεσμικά συρρικνωθεί στο εκλογικό του δικαίωμα.
Αυτοοργάνωση και αυτοδιοίκηση υπήρξαν πάντα οι μορφές οργάνωσης από τα κάτω, εκεί που ο καθένας και η καθεμιά μπορούν να συναντηθούν, να αναλάβουν δράση στη γειτονιά, στο δημόσιο χώρο, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην προστασία του τόπου και του τοπίου. Εκεί που μπαίνει φρένο στον πλειστηριασμό, στον καταπατητή, στην ενδοοικογενειακή βία, στην κακοποίηση των ευάλωτων, στην εκμετάλλευση των μεταναστών, στον ρατσισμό και τον φασισμό. Εκεί που σώζεται το ελάχιστο πράσινο και τα πάρκα των τσιμεντουπόλεων, που ανοίγουν οι μπάρες των διοδίων, που κλείνουν οι πόρτες των βιομηχανιών που ρυπαίνουν, που ελευθερώνονται οι παραλίες, που σώζονται τα μνημεία, που σταματάνε τα φορτηγά με τα πτερύγια που πάνε να καρφώσουν γιγάντιες ανεμογεννήτριες σε κάθε κορφή, εκεί που ξεσηκώνονται αντιδράσεις ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου, φυσικού αερίου και χρυσού, εκεί που σταματάνε οι εκτροπές των ποταμών, τα φράγματα, ο εγκιβωτισμός των ρεμάτων.
Μια χαμένη αλλά κρίσιμη στρατηγική επιλογή
Όλα αυτά σημαίνουν τοπικά κινήματα και ταυτόχρονα ισχυρή και αυτόνομη τοπική αυτοδιοίκηση. Αν πρέπει από κάπου να ξεκινήσουμε για να πιάσουμε πάλι το νήμα είναι από κει. Να δώσουμε σημασία στην αυτοδιοίκηση, να αφιερώσουμε δυνάμεις, να ασχοληθούμε, να συμμετέχουμε ή να συγκροτήσουμε σχήματα με κόσμο που υπάρχει, ανασαίνει, λειτουργεί, ενδιαφέρεται και μπορεί να συμφωνήσει για το πώς βλέπει την παρέμβασή του στην κοινότητα. Σχήματα τα οποία με την δυναμική και την κοινωνική τους γείωση θα διεκδικήσουν και θα υποστηριχτούν από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων. Σχήματα στα οποία αυτοί που συμμετέχουν θα συνδιαμορφώνουν τις πολιτικές και δεν θα αποτελούν θεατές επιλογών που εκφωνούνται από ένα κομματικό μηχανισμό.
Το Νοέμβρη 2013, είχα γράψει ένα αντίστοιχο κείμενο στην «Εποχή» για τις επερχόμενες τότε ταυτοδιοικητικές εκλογές στο οποίο σημείωνα ότι «...παρά τις παροδικές εξάρσεις, οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν είναι ανάλογες της επίθεσης που δεχόμαστε. Και δεν είναι ανεξήγητο. Η κοινωνία -μεταξύ άλλων- δεν αντέχει άλλο ξόδεμα, πισωγυρίσματα και αποτυχίες. Δεν ελπίζει στις δυνάμεις της, γιατί όσοι επιχειρούν να την εκπροσωπήσουν δεν της απευθύνονται παρά για να της ζητήσουν γενικά και αόριστα να «παλέψει», επιφυλάσσοντας στον «κυρίαρχο λαό», ρόλο παρατηρητή, οπαδού ή ψηφοφόρου. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια ευκαιρία, αλλά ταυτόχρονα και μια απειλή. Αν επιλεγούν για ευθεία αναμέτρηση δυνάμεων των κομμάτων εξουσίας και υιοθετηθεί έστω και καμουφλαρισμένα το παραδοσιακό μοντέλο, είναι πιθανές δύο εξίσου προβληματικές εκδοχές: Είτε να επικρατήσουν παρατάξεις υποστηριζόμενες από το κυβερνητικό μπλοκ, λόγω του κοινού μοντέλου αλλά της καλύτερης «πρόσφυσής» τους στο τοπικό γίγνεσθαι των πελατειακών συναλλαγών. Είτε να επικρατήσουν παρατάξεις που θα πρόσκεινται μεν στην αντιπολίτευση, αλλά δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις επιτακτικές ανάγκες, ούτε να ‘φυσήξουν’ τα πανιά της κοινωνικής αλλαγής. Αντίθετα, αν υπηρετηθεί η αυτονομία των αυτοδιοικητικών σχημάτων, η κινηματική και δημοκρατική τους συγκρότηση- που αποτελούν διακηρυγμένη κατεύθυνση τουλάχιστον για τον ΣΥΡΙΖΑ- τότε υπάρχει ελπίδα για μια πραγματική ανακατανομή δυνάμεων, ανατροπή του ζοφερού σκηνικού, υπεράσπιση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι θέμα επιλογής.»
Τότε, λοιπόν, έγινε μια συγκεκριμένη επιλογή που τα αποτελέσματά της είναι ορατά σήμερα. Όπως ορατά είναι και τα αποτελέσματα της επιλογής του ΚΚΕ να πορεύεται με κομματικά ψηφοδέλτια, καλώντας να συμμετέχουν άτομα που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν ούτε καν για το όνομα της παράταξης. Για τις επερχόμενες εκλογές το τοπίο έχει διαμορφωθεί.
Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα να υποστηριχτούν παρατάξεις με συνεργασίες ενεργών ανθρώπων από διαφορετικούς χώρους που συμφωνούν σε ένα κοινό πλαίσιο (με οικολογικό, αλληλέγγυο, δικαιωματικό, δημοκρατικό, αριστερό πρόσημο, εν όλω ή εν μέρει) και μια βασική προγραμματική συμφωνία. Η εκλογική απήχηση τέτοιων σχημάτων, αλλά και η ουσιαστική λειτουργία και παρέμβασή τους στη συνέχεια, θα μπορούσε να είναι η βάση για να δημιουργηθεί ένα αυτοδιοικητικό κίνημα που να αποτελεί στρατηγική επιλογή για την Αριστερά. Γιατί Αριστερά δεν υπάρχει χωρίς αυτοδιοίκηση και δημοκρατία.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1 Murray Bookchin, Η σύγχρονη οικολογική κρίση, Βιβλιοπέλαγος, 1993
2 ΣτΕ: Η Ελένη Πορτάλιου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και εμβληματικό πρόσωπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων. Υπήρξε δημοτική σύμβουλος της Ανοιχτής Πόλης στον Δήμο της Αθήνας για δύο θητείες, και δύο φορές υποψήφια δήμαρχος.
Αν θέλουμε λύσεις για τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους παραγωγούς τροφίμων μας, χρειαζόμαστε μονάδες Βιοαερίου. Μήπως έφτασε η ώρα;
(Όσα ακολουθούν παρακάτω προέρχονται από την 14ετή εμπειρία μου στον χώρο των ΑΠΕ, τα φωτοβολταϊκά, αιολικά και υδροηλεκτρικά έργα. Στη Βιοενέργεια είμαι Πρόεδρος του Ρουμανικού Συνδέσμου Βιομάζας και Βιοαερίου και για 4 χρόνια εκλεγμένο μέλος του δ.σ. του Ευρωπαϊκού οργανισμού που εκπροσωπεί το μεγαλύτερο ποσοστό ΑΠΕ στην Ευρώπη, του Bioenergy Europe, με ταυτόχρονη πολύ καλή εικόνα της Ελληνικής αγοράς).
Όταν ξεκίνησε η επανάσταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (εξαιρούνται τα μεγάλης κλίμακας υδροηλεκτρικά έργα κλπ), όλες οι σοβαρές χώρες της δυτικής Ευρώπης προέταξαν από την πρώτη στιγμή τις τεχνολογίες της Βιοενέργειας (τότε τη Βιομάζα και το Βιοαέριο). Γιατί το έκαναν αυτό και δεν επικεντρώθηκαν μόνο στις τεχνολογίες των φωτοβολταϊκών και αιολικών; Επειδή η Βιοενέργεια ουσιαστικά λειτουργεί συνδυαστικά και ένα έργο λύνει περισσότερα προβλήματα:
Σήμερα η Βιοενέργεια αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της ενέργειας που καταναλώνουμε στην Ευρώπη και το 74% της ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας του συνόλου των ΑΠΕ (πηγή: Bioenergy Europe, 27.09.2022). Ακριβώς, κατάλαβες καλά. Όλα τα φωτοβολταϊκά, αιολικά και μικρά υδροηλεκτρικά έργα μαζί καλύπτουν το υπόλοιπο ποσοστό, το 26%.
Στην Ελλάδα το έργο το καταλάβαμε αλλιώς, ως συνήθως. Ενώ οι ανάγκες της χώρας μας είναι ακριβώς ίδιες με αυτές των Ευρωπαίων, εμείς στην πράξη λειτουργήσαμε εντελώς διαφορετικά:
Αν το δούμε καθαρά με βάση το ατομικό συμφέρον, προσωπικά με συμφέρει να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση στην Ελλάδα. Είμαι στον χώρο, κλείνω συμφωνίες κυρίως για αγορές φωτοβολταϊκών έργων (και αναπτύσσω άδειες στη Ρουμανία), όλα καλά. Αν όμως αφήσουμε στην άκρη το στενό / προσωρινό συμφέρον καθενός από εμάς, σήμερα η Ελλάδα έχει ανάγκη τη Βιοενέργεια περισσότερο από κάθε άλλη μορφή ΑΠΕ, ακόμη και από τα φωτοβολταϊκά που συνεχίζουν όλοι να ψάχνουν με μανία (λογικό, έτσι τους έμαθαν τόσα χρόνια).
Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνονται από δεκάδες επιστημονικές μελέτες που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρηματοδοτήσει τα τελευταία 30 – 40 χρόνια. Δεν «ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα», ούτε μιλάμε για κάτι καινοτομικό. Η συζήτηση αφορά όλα αυτά που κάνουν οι ξένοι και έχουν πλεονεκτήματα σε σχέση με εμάς.
Ως τώρα έχουμε γυρίσει την πλάτη απέναντι σε όλες αυτές τις σωστές πρακτικές, που αποδεδειγμένα φέρνουν καλά αποτελέσματα. Οκ, καταλαβαίνω πως επειδή μιλάμε για επενδύσεις που δεν μπορούν να γίνουν σε κλίμακα των 50 – 100 – 500 εκ. Ευρώ δεν ενδιαφέρουν τους μεγάλους παίκτες και δεν υπάρχει ίσως η αναγκαία στήριξη. Όμως η περσινή ενεργειακή κρίση, οι φετινές φωτιές και όλα τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί ( + οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες) θα ήταν χρήσιμο να μας κάνουν να αλλάξουμε τρόπο σκέψης.
Ελπίζω (γιατί δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο) η σημερινή πολιτική ηγεσία να συμπεριλάβει στον ενεργειακό μετασχηματισμό της Ελλάδας και τη Βιοενέργεια, για να απελευθερώσει δυνάμεις και κεφάλαια που θα αλλάξουν τη χώρα μας προς το καλύτερο, θα καθαρίσουν το περιβάλλον, θα δημιουργήσουν χιλιάδες δουλειές και θα μας κάνουν πιο ενεργειακά ανεξάρτητους.
Δεν κουραστήκαμε να κάνουμε το λάθος και μετά να απορούμε γιατί δεν μας ευχαριστούν τα αποτελέσματά του;
Μήπως να δοκιμάζαμε στο θέμα της Βιοενέργειας να κάνουμε και μία φορά το σωστό;
Εσύ τι γνώμη έχεις;
πηγη: https://iliaspapageorgiadis.com/bioaerio-biomaza-xreiazomaste-fotovoltaika/?fbclid=IwAR0mDhigInOSE-sNh5Xz9lY7MMQuUdq0N2YrdcRQE0CBT0H03JZogENkqXs
Η συναυλία για την υπεράσπιση του νερού στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσε το έναυσμα για τη συζήτησή μας με τον πολιτικό επιστήμονα και επίκουρο καθηγητή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Αλέξανδρο Κιουπκιολή, προκειμένου να δούμε πώς τίθεται το αίτημα για τα δημόσια αγαθά στην κοινωνία. Τα μηνύματα που προκύπτουν από αυτή την κινητοποίηση και από το κύμα διαμαρτυρίας μετά τα Τέμπη είναι πολλά και αφορούν επιπλέον το συνδικαλισμό, το Δημόσιο, την ενασχόληση με τα κοινά.
Την περασμένη Κυριακή πραγματοποιήθηκε η συναυλία για την προάσπιση του νερού ως δημόσιο αγαθό, με ένα πολύ μεγάλο πλήθος να δηλώνει το «παρών». Αυτό το εν εξελίξει κίνημα για την προάσπιση των δημόσιων αγαθών, τι σκέψεις σου γεννά;
Δείχνει το σκεπτικό μιας δυνάμει κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, που θα πήγαινε πιο πέρα από το κομματικό κατεστημένο και την κυρίαρχη κομματική αριστερά. Συγκεντρώνει έναν ευρύ και πολυσυλλεκτικό τμήμα της κοινωνίας. Ο πυρήνας του αποτελείται από νέο κόσμο που δεν ανήκει στις παραδοσιακές φόρμες πολιτικοποίησης και τώρα βγαίνει στους δρόμους, και με την ουσιαστική συμμετοχή του συνδικάτου της ΕΥΑΘ. Είναι το πρόπλασμα, θα έλεγα, ενός ευρύτερου φορέα δράσης, μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας, που θα προτάσσει τις άμεσες διεκδικήσεις των κοινών αγαθών, σε μια λογική δημοκρατικής κινητοποίησης από τα κάτω. Στη συναυλία αυτό που παρατήρησα ήταν και μια πολύ μεγάλη χαρά, κάτι που δείχνει ότι μπορούμε να έχουμε συλλογικότητες που δεν αντιδρούν μόνο, αλλά νιώθουν από κοινού πράγματα και θα μπορούσαν να συντονιστούν στη συνέχεια.
Στη διακυβέρνηση του ΝΔ υπήρξαν μαζικές κινητοποιήσεις, που αφορούσαν όμως έναν κοινωνικό χώρο, π.χ. τα πανεπιστήμια ή το χώρο εργασίας. Μετά τη σύγκρουση στα Τέμπη είδαμε να εκδηλώνεται ένα κύμα διαμαρτυρίας. Πώς μπορεί να μετεξελιχθεί;
Τα Τέμπη συμπύκνωσαν και φανέρωσαν με έναν δραματικό τρόπο το καταστροφικό αποτέλεσμα που έχουν οι πολιτικές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού: το ελάχιστο, πελατειακό κράτος, από τη μία, και την ιδιωτικοποίηση, από την άλλη. Αυτό αφορά τον πυρήνα πολλών δημόσιων αγαθών, σε όλα τα πεδία. Είναι πολιτικές που εφαρμόστηκαν ή επιδιώκεται να εφαρμοστούν στην υγεία, την παιδεία, την ενέργεια κοκ. Δυστυχώς, με τα Τέμπη δραματοποιήθηκαν οι συνέπειες αυτών των πολιτικών, και τότε ξύπνησαν τα κοινωνικά αντανακλαστικά. Στις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, και τώρα και με το νερό, βλέπουμε μια διάθεση υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών, τα οποία πλήττονται από τις πολιτικές της ΝΔ, αλλά και ένα υπόρρητο αίτημα για κοινά δημόσια αγαθά και όχι για κρατικά δημόσια αγαθά. Το να έχουμε μια κρατική διαχείριση, η οποία απλώς θα συσσωρεύει αργόμισθους, κομματικά διορισμένους εργαζόμενους και θα παράγει μια κακή υπηρεσία για την κοινωνία, δεν μπορεί να αποτελεί πια αίτημα. Απαιτείται ένας δημόσιος φορέας ο οποίος θα λειτουργεί με διαφάνεια, θα είναι αποτελεσματικός και θα λογοδοτεί στην κοινωνία. Ένα δημόσιο το οποίο θα μπορούμε οι πολίτες να το ελέγχουμε σε καθημερινή βάση, και όχι κάθε τέσσερα χρόνια ή μετά από ένα τραγικό δυστύχημα ή όταν λαμβάνονται κεντρικές αποφάσεις για την ιδιωτικοποίηση ενός αγαθού.
Αυτό το «υπόρρητο αίτημα», όπως το χαρακτήρισες, μπορεί να ξεπεράσει τη μορφή της αντίδρασης και να δούμε να γιγαντώνονται διεκδικήσεις, για ένα άλλο δημόσιο;
Είναι αχνές ακόμα τέτοιου είδους διεκδικήσεις και δεν έχουν αρθρωθεί ισχυρά και συγκροτημένα. Δείτε το παράδειγμα της ενέργειας, όπου το κράτος επιτρέπει να επικρατούν η ακρίβεια, η αισχροκέρδεια, το χρηματιστήριο ενέργειας, οι κακές υπηρεσίες και θα αναμέναμε να έχουν υπάρξει μαζικές κινητοποιήσεις. Βέβαια, αναπτύσσονται ενεργειακές κοινότητες οι οποίες προτάσσουν ένα δημοκρατικό τρόπο διαχείρισης ενεργειακών πόρων, με μια συνεταιριστική λογική και έναν οικολογικό χαρακτήρα, οι οποίες πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όμως ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί ένα συλλογικό δυνατό αίτημα.
Η κινητοποίηση για το νερό, ίσως για πρώτη φορά, δεν ήταν απλώς μια αντίδραση αντίστοιχη των ασκούμενων πολιτικών. Ήταν κάτι παραπάνω, μια πρόληψη και υπερχείλιση. Η κυβέρνηση έθεσε τη βάση για την ιδιωτικοποίηση, ακόμα δεν την έχει ξεκινήσει στην πράξη. Οι χιλιάδες εικοσάρηδες που ήταν στη συναυλία για το νερό δεν υποστήριζαν μια δημόσια διαχείριση παλαιού τύπου, αλλά την ιδέα ότι το νερό είναι κοινό αγαθό το οποίο πρέπει να το μοιραζόμαστε ελεύθερα, μια κοινή πηγή ζωής, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Βλέπουμε συχνά να λοιδορείται ο ρόλος του συνδικαλιστικού κινήματος. Όμως, τώρα, μετά και τα Τέμπη, για τα οποία οι συνδικαλιστικοί φορείς είχαν πολλάκις προειδοποιήσει, δίνεται ξανά ο λόγος στα συνδικάτα, ανακτώντας το κύρος τους. Μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά σε μια μετάβαση, σε ένα νέου τύπου συνδικαλισμό;
Το κοινό δημόσιο αγαθό υπηρετείται από ένα διαφορετικό κράτος, ένα κράτος που κάνει την κοινωνία μέτοχο στη διαχείριση και προωθεί έναν εκδημοκρατισμό της και με τη συμμετοχή των εργαζόμενων. Ο ρόλος της οργανωμένης εργασίας των συνδικάτων στο δημόσιο τομέα μπορεί να είναι καταλυτικός. Δεν είναι, προς το παρόν, γιατί πολλά συνδικάτα δεν κινούνται σε αυτή τη λογική. Στην περίπτωση όμως της ΕΥΑΘ, το συνδικάτο όχι απλώς δεν λειτουργεί συντεχνιακά, αλλά ουσιαστικά την τελευταία δεκαετία παίζει το ρόλο ενός αντιηγεμονικού πόλου. Εκφράζει ένα αντιπολιτευτικό λόγο με οραματικό στοιχείο, και θέλει να δημιουργήσει ευρύτερες συμμαχίες, κάνει ανοίγματα στην κοινωνία, συσπειρώνει και οργανώνει συλλογική δράση για το κοινό καλό. Και το είδαμε να το κάνει, με τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος για το νερό στη Θεσσαλονίκη, στην οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Το συνδικάτο της ΕΥΑΘ έχει αποδείξει ότι δεν αντιμετωπίζει την εταιρία ως ένα χώρο εργασίας μόνο, αλλά υπηρετεί το νερό ως ένα κοινό καλό. Προφανώς μια τέτοιου τύπου συνδικαλιστική δράση είναι απολύτως επίκαιρη, κρίσιμη και θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο σε μια διαφορετική διακυβέρνηση από τον Ιούνιο και μετά, πιέζοντας στην κατεύθυνση ενός δημοκρατικού δημόσιου.
Η συζήτηση που κάνουμε και εμείς τώρα για τα δημόσια αγαθά και το κράτος βλέπεις να αποτυπώνεται στη δημόσια σφαίρα και κυρίως στα προεκλογικά προγράμματα;
Για την ώρα, πολύ λίγο, σε βαθμό αναντίστοιχο με τα αιτήματα της εποχής. Για παράδειγμα, στα τρένα το ζήτημα δεν είναι μια αναδιαπραγμάτευση με την ξένη εταιρεία που διαχειρίζεται το δίκτυο, αλλά θα έπρεπε να είναι μια ανάκτηση από το δημόσιο και να συζητούνται οι όροι που θα γίνει αυτό. Δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο να αναδεικνύεται ρητά και ευρύτερα. Μπορεί να τίθεται για το νερό, αλλά η συζήτηση αυτή δεν έχει μπει στο προσκήνιο από τις ανταγωνιστικές πολιτικές δυνάμεις. Και είναι μεγάλο λάθος, γιατί το άλλο, δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος αποτελεί κοινωνική ανάγκη σήμερα και απαντά σε πολύ κρίσιμα ζητήματα της επικαιρότητας.
Παρότι είναι στην παράδοση της Αριστεράς, δεν βλέπουμε να αναδεικνύονται αυτά τα ζητήματα από τα κόμματα αυτού του χώρου.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ θα περίμενα τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Το ΚΚΕ είναι ένας συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, η λογική του επιδιώκει κάτι άλλο σε σχέση με το κράτος. Προς το παρόν, βλέπω κυρίως το ΜέΡΑ25 να θέτει όσα συζητάμε σε έναν βαθμό. Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχουν μικρά, αυτοδιοικητικά σχήματα που αναδεικνύουν τα κοινά δημόσια αγαθά. Το κάνει, για παράδειγμα, η «Πόλη Ανάποδα» στη Θεσσαλονίκη.
Μια ακόμα τοποθέτηση που αποφεύγουν τα κόμματα της Αριστεράς είναι αν και με ποιους όρους θα στήριζαν μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω σε ποια βάση θεωρείς ότι θα έπρεπε να γίνει αυτή η συζήτηση;
Βγάζοντας απέξω το ΚΚΕ από μία τέτοια συζήτηση, καθώς μόνο του έχει εξαιρεθεί, θεωρώ ότι οποιοδήποτε αριστερό ή κεντροαριστερό κόμμα μπει στη βουλή έχει την απόλυτη ευθύνη να μην έχουμε ξανά κυβέρνηση Νέα Δημοκρατίας, καθώς αυτό που μας περιμένει είναι απόλυτα δυσοίωνο. Πρέπει να μπει άμεσα τέλος στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του θανάτου, της φτωχοποίησης και των κοινωνικών περιφράξεων. Μας χρειάζεται μια άλλη κυβέρνηση. Αυτό είναι οπωσδήποτε ευθύνη κάθε κοινοβουλευτικής δύναμης από την κεντροαριστερά και πέρα, αλλά και όλων των δημοκρατικών πολιτών. Στο επόμενο κοινοβούλιο, οι μειοψηφικές δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να έχουν συγκεκριμένα και προωθημένα αιτήματα -κοινωνικά, οικονομικά, φεμινιστικά, δημοκρατικά, οικολογικά- για τη δημόσια και δημοκρατική υγεία, την παιδεία, την ενέργεια, την κοινωνική οικονομία, την οικολογία, την έμφυλη ισότητα, και να τα θέσουν προγραμματικά. Δεν αντιστοιχεί στην Αριστερά να κάνει συμφωνίες προσώπων που θα πάρουν κάποιες θέσεις. Πρέπει να δοθεί στήριξη σε μια νέα κυβέρνηση στη βάση ενός προγράμματος πιο προωθημένου από αυτό που είχε η όποια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης δικαιοσύνης, δημοκρατίας, κοινών δημόσιων αγαθών, με διαρκή πίεση και έλεγχο για όσο διαρκεί η θητεία της. Αυτό θα ήταν ένα καλό σενάριο, ίσως υπεραισιόδοξο, με την έννοια ότι μια τέτοια θεσμική πίεση είναι αναγκαία.
Μπροστά μας είναι οι εθνικές εκλογές, αλλά το φθινόπωρο θα έχουμε τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ποιους άξονες πρέπει να υπηρετήσουν τα εναλλακτικά σχήματα; Ποια η ύλη τους;
Ο ένας είναι να υπάρχει μεγαλύτερη δημοκρατική εμπλοκή των δημοτών όχι μόνο στη συγκρότηση των σχημάτων, αλλά και στη διακυβέρνηση, με ανοιχτά δημοτικά συμβούλια, συμμετοχικό προϋπολογισμό, κ.λπ. Μπορεί να ακούγεται σαν ένα σύνθημα που έρχεται από τα παλιά. Όμως πια υπάρχει διεθνής εμπειρία σε αυτή την κατεύθυνση. Κυρίως, με την πραγματική πολιτική συμμετοχή δημιουργείται ένα αίσθημα ενδυνάμωσης που έχει μεγάλη ανάγκη η κοινωνία σήμερα, η οποία νιώθει την επιδείνωση της φτώχειας, των αποκλεισμών, την ευαλωτότητά της. Η πολιτική ενδυνάμωση των πολλών, στην οποία η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο, θα λειτουργήσει ως χιονοστιβάδα και στο εθνικό επίπεδο. Ο δεύτερος είναι τα σχήματα αυτά να έχουν προωθημένες προτάσεις σε ό,τι αφορά την τοπική οικονομία, προτάσεις με συνεταιριστικά χαρακτηριστικά, σε μια λογική διάχυσης των κοινών αγαθών, μέσω της χρήσης των δημοτικών υποδομών, κτιρίων, πόρων, τεχνογνωσίας και ανθρώπων. Ακόμη, πρέπει να δοθεί έμφαση σε μια οικονομία βιώσιμη οικολογικά και κοινωνικά, ένα πεδίο προνομιακό για τις τοπικές κοινωνίες, στην προστασία των ευάλωτων ομάδων και στην ανάδειξη άλλων χρήσεων του αστικού ιστού, π.χ. με τη μείωση της κυκλοφορίας αυτοκινήτων, περισσότερος δημόσιος χώρος και υποστήριξη υποδομών που διαχειρίζονται οι δήμοι. Όλα αυτά τα πεδία μπορούν συνεισφέρουν σε έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό. Δεν χρειάζονται πρωτίστως πόρους, αλλά ιδέες, ανθρώπους και δημοκρατία.
Τέτοιου είδους επεξεργασίες απαιτούν συγκροτημένα αυτοδιοικητικά σχήματα. Προς το παρόν δεν φαίνεται να έχει γίνει αυτό στις περισσότερες περιοχές…
Πράγματι, υπάρχουν όμως και προσπάθειες που αξίζουν αναφοράς. Πέρα από την «Πόλη Ανάποδα», υπάρχει, ένα παράδειγμα μεταξύ αρκετών άλλων, μια κίνηση πολιτών στα Γιάννενα η οποία βάζει στην ατζέντα των δημοτικών παρατάξεων τον συμμετοχικό προϋπολογισμό και τον συμμετοχικό σχεδιασμό, σημαντικά εγχειρήματα για την καθημερινότητα των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες. Μια ανοιχτή συλλογικότητα καλεί τους υποψήφιους να τοποθετηθούν πάνω στις προτάσεις αυτές. Πώς θα προχωρήσει δεν το γνωρίζω, αλλά είναι μια πρωτοβουλία από τα κάτω που μπορεί να έχει ένα αποτέλεσμα. Όλα αυτά, βέβαια, δεν ξεκινούν από το πουθενά. Πηγάζουν από την εμπειρία που αποκτήσαμε από το 2010, ξεκινώντας από τη μαζική κινητοποίηση, προχωρώντας στην αναμονή από θεσμικές παρεμβάσεις και κυβερνητικές παρεμβάσεις και την απογοήτευση που ακολούθησε από αυτές, και καταλήγοντας είτε στην ιδιώτευση είτε σε μια άλλου τύπου πολιτική παρέμβαση: δεν μπορούμε να περιμένουμε από άλλους και άλλες, ούτε από κόμματα, ούτε από κομματικές παρατάξεις. Πρέπει να κινητοποιηθούμε, να οργανωθούμε, να θέσουμε αιτήματα και να ενισχύσουμε την παρέμβασή μας στους θεσμούς, διότι αυτοί ελέγχουν πολύ σημαντικά συλλογικά αγαθά και υποδομές.